αλουργίς

αλουργίς
(-ίδος) η королевское платье (византийских времён), порфира

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αλουργίς" в других словарях:

  • αλουργίς — ἁλουργίς ( ίδος), η (AM) πορφυρή εσθήτα αρχ. (ως επίθ. για ενδύματα) πορφυρόχρωμος, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός. ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργίδιον] …   Dictionary of Greek

  • ἁλουργίς — purple robe fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλουργίδα — ἁλουργίς purple robe fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλουργίδας — ἁλουργίς purple robe fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλουργίδες — ἁλουργίς purple robe fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλουργίδι — ἁλουργίς purple robe fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλουργίδος — ἁλουργίς purple robe fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλουργίδων — ἁλουργίς purple robe fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλουργίσι — ἁλουργίς purple robe fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλουργίσιν — ἁλουργίς purple robe fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλουργίδιον — ἁλουργίδιον, το (Α) [ἁλουργίς] υποκοριστικό τού ἁλουργίς* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»